Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδοντοστοιχία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.3
Πολυλεκτικοί όροι
1.3.1
Δείτε επίσης
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οδοντοστοιχί
α
οι
οδοντοστοιχί
ες
γενική
της
οδοντοστοιχί
ας
των
οδοντοστοιχι
ών
αιτιατική
την
οδοντοστοιχί
α
τις
οδοντοστοιχί
ες
κλητική
οδοντοστοιχί
α
οδοντοστοιχί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδοντοστοιχία
<
οδούς
(
γενική
:
οδόντος
) +
-ο-
+
-στοιχία
(<
στοίχος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
(η)
οδοντοστοιχία
θηλυκό
σειρά
δοντιών
, το σύνολο των δοντιών στην
γνάθο
Συνώνυμα
επεξεργασία
οδόντωση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
τεχνητή
οδοντοστοιχία
: η
μασέλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
οδοντοφυΐα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδοντοστοιχία
αγγλικά
:
denture
(en)
,
dentition
(en)
γαλλικά
:
denture
(fr)
γερμανικά
:
Gebiss
(de)