Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδόντωση οι οδοντώσεις
      γενική της οδόντωσης* των οδοντώσεων
    αιτιατική την οδόντωση τις οδοντώσεις
     κλητική οδόντωση οδοντώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οδοντώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδόντωση < οδούς (γενική: οδόντος) + -ωση
  1. < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική denture
  2. < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Zähnung

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈðon.do.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδόντωση θηλυκό

  1. (ανατομία) τα δόντια κάποιου ως σύνολο
     συνώνυμα: οδοντοστοιχία
  2. (μεταφορικά) τα «δόντια» (δηλαδή οι διαδοχικές προεξοχές και εγκοπές) ενός μαχαιριού (γραναζιού κ.λπ.) ως σύνολο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία