ενικός         πληθυντικός  
indentation indentations
 
Εσοχές σε κείμενο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

indentation (en)

  1. οδόντωση, εσοχή
  2. (τυπογραφία) εσοχή (σε κείμενο)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία