γνάθος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνάθος | οι | γνάθοι |
γενική | της | γνάθου | των | γνάθων |
αιτιατική | τη | γνάθο | τις | γνάθους |
κλητική | γνάθε | γνάθοι | ||
όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γνάθος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική γνάθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵn̥h₂dʰ-os < *ǵénu- (γνάθος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣnaˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνά‐θος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γνάθος θηλυκό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- άγναθος
- γναθιαίος
- γναθικός
- γναθοχειρουργική
- γναθοχειρουργικός
- γναθοχειρουργός
- εξωγναθία
- προγναθία
- προγναθικός
- προγναθισμός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γνάθος
|