γνάθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνάθος | οι | γνάθοι |
γενική | της | γνάθου | των | γνάθων |
αιτιατική | τη | γνάθο | τις | γνάθους |
κλητική | γνάθε | γνάθοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γνάθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνάθος Συγγενή: ποντιακή γναθί ή γναφί.

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣna.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνά‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γνάθος θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γνάθος
|
Πηγές
επεξεργασία
- γνάθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γνάθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- γναθί - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης»
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γνάθος | αἱ | γνάθοι |
γενική | τῆς | γνάθου | τῶν | γνάθων |
δοτική | τῇ | γνάθῳ | ταῖς | γνάθοις |
αιτιατική | τὴν | γνάθον | τὰς | γνάθους |
κλητική ὦ! | γνάθε | γνάθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γνάθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γνάθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γνάθος, -ου θηλυκό
- (ανατομία) σιαγόνα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.3
- οὐδὲ κινέει τὴν κάτω γνάθον, ἀλλὰ καὶ τοῦτο μοῦνον θηρίων τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω.
- Και δεν κουνάει την κάτω σιαγόνα του, αλλά φέρνει την επάνω προς την κάτω, και είναι και σε τούτο επίσης το μόνο ζώο.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οὐδὲ κινέει τὴν κάτω γνάθον, ἀλλὰ καὶ τοῦτο μοῦνον θηρίων τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1201 (1200-1202)
- σάρκες δ᾽ ἀπ᾽ ὀστέων ὥστε πεύκινον δάκρυ | γνάθοις ἀδήλοις φαρμάκων ἀπέρρεον, | δεινὸν θέαμα.
- Οι σάρκες της, καθώς τις έτρωγε το φαρμάκι | με αόρατα σαγόνια, έλιωναν και κύλαγαν από τα κόκαλα όπως το δάκρυ του πεύκου | — ήταν ένα θέαμα φριχτό.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- σάρκες δ᾽ ἀπ᾽ ὀστέων ὥστε πεύκινον δάκρυ | γνάθοις ἀδήλοις φαρμάκων ἀπέρρεον, | δεινὸν θέαμα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 948
- ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους.
- άξαφνα του πιαστήκαν οι μασέλες.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.3
- (μεταφορικά, για φωτιά) μεγάλες γλώσσες φωτιάς
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 368 (366-369)
- κορυφαῖς δ᾽ ἐν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ | Ἥφαιστος, ἔνθεν ἐκραγήσονταί ποτε | ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ἀγρίαις γνάθοις | τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας·
- και στις κορφές της κάθεται σφυροκοπώντας | ο Ήφαιστος μύδρους, που από κει φωτιάς μια μέρα | θα ξεχυθούνε ποταμοί, μ᾽ άγριες σαγόνες | της Σικελίας σπαράζοντας τους πλούσιους κάμπους·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- κορυφαῖς δ᾽ ἐν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ | Ἥφαιστος, ἔνθεν ἐκραγήσονταί ποτε | ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ἀγρίαις γνάθοις | τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 368 (366-369)
- (μεταφορικά) στενός πορθμός
- αιχμή ή άκρη της σφήνας
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ποιητικός τύπος: γναθμός
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ s.v. γναθμός σελ. 279 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία
- γνάθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνάθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.