προγναθισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγναθισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prognathisme < prognathe < αρχαία ελληνική γνάθος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.ɣna.θiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐γνα‐θι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρογναθισμός αρσενικό
- (ανθρωπολογία) (ιατρική) παθολογική κατάσταση, κατά την οποία προεξέχουν (περισσότερο απ’ το κανονικό) τα οστά των γνάθων
- «Το όνομά της αποδίδει ακριβώς την αυγή του σημερινού πολιτισμού», δήλωσε η κ. Κυπαρίσση για το κορίτσι του μακρινού παρελθόντος, για την οποία οι μελέτες έδειξαν ότι ήταν ηλικίας 18 ως το πολύ 25 χρονών, είχε ύψος 1,57 μ., με ήπιες αλλοιώσεις από επεισόδια φλεγμονής, πιθανόν αναιμία ή και σκορβούτο, αλλά και αξιοσημείωτο προγναθισμό. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προγναθισμός