περισσότερο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈso.te.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρισ‐σό‐τε‐ρο
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- περισσότερο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή περισσότεροv (επίρρημα) < ουδέτερο του επιθέτου περισσότερος, συγκριτικού βαθμού του περισσός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
περισσότερο
- συγκριτικός βαθμός του πολύ
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη περισσός
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περισσότερο
|
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- περισσότερο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
περισσότερο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του περισσότερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περισσότερος