λιγότερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λιγότερο < επίθετο λιγότερος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈɣo.te.ɾo/
Επίρρημα
επεξεργασία
λιγότερο
- συγκριτικός βαθμός του λίγο