καβυλικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καβυλικά | ||
γενική | των | καβυλικών | ||
αιτιατική | τα | καβυλικά | ||
κλητική | καβυλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καβυλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καβυλικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαβυλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό