καβύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καβύλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καβύλος αρσενικό (θηλυκό: καβυλία)
- σχετικός με την Καβυλία και τους Καβύλους
- (γλώσσα) καβυλία γλώσσα: η γλώσσα που μιλιέται από τους Καβύλους