καβύλος
(Ανακατεύθυνση από καβυλικός)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβύλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβύλος αρσενικό (θηλυκό: καβυλία)
- σχετικός με την Καβυλία και τους Καβύλους
- (γλώσσα) καβυλία γλώσσα: η γλώσσα που μιλιέται από τους Καβύλους
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Καβύλοι στη Βικιπαίδεια
- Kabyles στη γαλλική Βικιπαίδεια