Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
kabyle kabyles

kabyle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. καβύλος, καβυλικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kabyle (fr) αρσενικό

  1. τα καβυλικά