καμπίλε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπίλε < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπίλε θηλυκό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμπίλε
→ δείτε τη λέξη καβύλος |
καμπίλε θηλυκό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
→ δείτε τη λέξη καβύλος |