Ετυμολογία

επεξεργασία
καμπίλε < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμπίλε θηλυκό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία