↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βερβερικός η βερβερική το βερβερικό
      γενική του βερβερικού της βερβερικής του βερβερικού
    αιτιατική τον βερβερικό τη βερβερική το βερβερικό
     κλητική βερβερικέ βερβερική βερβερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βερβερικοί οι βερβερικές τα βερβερικά
      γενική των βερβερικών των βερβερικών των βερβερικών
    αιτιατική τους βερβερικούς τις βερβερικές τα βερβερικά
     κλητική βερβερικοί βερβερικές βερβερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βερβερικός < Βέρβερ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /veɾ.ve.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερ‐βε‐ρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

βερβερικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία