μπαρμπαρέζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαρμπαρέζικος < Μπαρμπαρέζ(ος) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /baɾ.baˈɾe.zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαρ‐μπα‐ρέ‐ζι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
μπαρμπαρέζικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τη Μπαρμπαριά ή τους κατοίκους της
- ※ Η φήμη της Μπαρμπαριάς οφειλόταν κυρίως στην έντονη και αδιάκοπη πειρατική δράση των μπαρμπαρέζικων στόλων κατά των χριστιανικών κυρίως -αλλά όχι μόνο καραβιών και κατά των παράκτιων περιοχών, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μεσογείου, για αρκετούς αιώνες.
- Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Ελληνoαμερικανική απόβαση στην Μπαρμπαριά, Τα Νέα, 8 Δεκεμβρίου 2001
- ※ Η φήμη της Μπαρμπαριάς οφειλόταν κυρίως στην έντονη και αδιάκοπη πειρατική δράση των μπαρμπαρέζικων στόλων κατά των χριστιανικών κυρίως -αλλά όχι μόνο καραβιών και κατά των παράκτιων περιοχών, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μεσογείου, για αρκετούς αιώνες.
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαρμπαρέζικος
→ δείτε τη λέξη βερβερικός |
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.