χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγότερος η λιγότερη το λιγότερο
      γενική του λιγότερου της λιγότερης του λιγότερου
    αιτιατική τον λιγότερο τη λιγότερη το λιγότερο
     κλητική λιγότερε λιγότερη λιγότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγότεροι οι λιγότερες τα λιγότερα
      γενική των λιγότερων των λιγότερων των λιγότερων
    αιτιατική τους λιγότερους τις λιγότερες τα λιγότερα
     κλητική λιγότεροι λιγότερες λιγότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγότερος < λιγ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του λίγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈɣo.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐γό‐τε‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

λιγότερος, -η, -ο

  • που έχει μικρότερη ποσότητα από κάποιον ή κάτι άλλο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία