→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἥσσων τὸ ἧσσον
      γενική τοῦ/τῆς ἥσσονος τοῦ ἥσσονος
      δοτική τῷ/τῇ ἥσσον τῷ ἥσσον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἥσσον - ἥσσω τὸ ἧσσον
     κλητική ! ἧσσον ἧσσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἥσσονες - ἥσσους τὰ ἥσσον - ἥσσω
      γενική τῶν ἡσσόνων τῶν ἡσσόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἥσσοσῐ(ν) τοῖς ἥσσοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἥσσονᾰς - ἥσσους τὰ ἥσσον - ἥσσω
     κλητική ! ἥσσονες - ἥσσους ἥσσον - ἥσσω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἥσσονε τὼ ἥσσονε
      γεν-δοτ τοῖν ἡσσόνοιν τοῖν ἡσσόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἥσσων < πιθανώς ἦκα + -ίων (*ἥκjων > ἥσσων)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἥσσων, -ων, ἧσσον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία