ἥσσων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἥσσων | τὸ | ἧσσον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἥσσονος | τοῦ | ἥσσονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἥσσονῐ | τῷ | ἥσσονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἥσσονᾰ - ἥσσω | τὸ | ἧσσον | ||
κλητική ὦ! | ἧσσον | ἧσσον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἥσσονες - ἥσσους | τὰ | ἥσσονᾰ - ἥσσω | ||
γενική | τῶν | ἡσσόνων | τῶν | ἡσσόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἥσσοσῐ(ν) | τοῖς | ἥσσοσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἥσσονᾰς - ἥσσους | τὰ | ἥσσονᾰ - ἥσσω | ||
κλητική ὦ! | ἥσσονες - ἥσσους | ἥσσονᾰ - ἥσσω | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἥσσονε | τὼ | ἥσσονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡσσόνοιν | τοῖν | ἡσσόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἥσσων, -ων, ἧσσον
- ιωνικός τύπος του ἥττων
- συγκριτικός βαθμός του κακός
- συγκριτικός βαθμός του ὀλίγος
- συγκριτικός βαθμός του σμικρός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἦκα
- ἧσσον και ἧττον (αττικός)
- ἥκιστα (υπερθετικός βαθμός)
- ἧσσα, ἧττα (αττικός)
- ἡσσάομαι, ἡττάομαι (αττικός), ἑσσόομαι (ιωνικός)
Πηγές
επεξεργασία- ἥσσων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἥσσων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.