Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡττάομαι / ἡσσάομαι < ἧσσον / ἧττον

  Ρήμα επεξεργασία

ἡττάομαι-ῶμαι (ἡττῶμαι)