ηττώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηττώμαι < αρχαία ελληνική ἡττῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίαηττώμαι
- υφίσταμαι ήττα σε έναν πόλεμο, αθλητική αναμέτρηση ή οποιουδήποτε είδους αγώνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηττώμαι | ηττόμουν | θα ηττώμαι | να ηττώμαι | ||
β' ενικ. | ηττάσαι | ηττόσουν | θα ηττάσαι | να ηττάσαι | ||
γ' ενικ. | ηττάται | ηττόταν | θα ηττάται | να ηττάται | ||
α' πληθ. | ηττώμεθα - ηττόμαστε | ηττόμασταν | θα ηττώμεθα - ηττόμαστε | να ηττώμεθα - ηττόμαστε | ||
β' πληθ. | ηττάσθε - ηττάστε | ηττόσασταν | θα ηττάσθε - ηττάστε | να ηττάσθε - ηττάστε | ηττάσθε - ηττάστε | |
γ' πληθ. | ηττώνται | ηττόνταν - ηττόντουσαν | θα ηττώνται | να ηττώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηττήθηκα | θα ηττηθώ | να ηττηθώ | ηττηθεί | ||
β' ενικ. | ηττήθηκες | θα ηττηθείς | να ηττηθείς | ηττήσου | ||
γ' ενικ. | ηττήθηκε | θα ηττηθεί | να ηττηθεί | |||
α' πληθ. | ηττηθήκαμε | θα ηττηθούμε | να ηττηθούμε | |||
β' πληθ. | ηττηθήκατε | θα ηττηθείτε | να ηττηθείτε | ηττηθείτε | ||
γ' πληθ. | ηττήθηκαν ηττηθήκαν(ε) |
θα ηττηθούν(ε) | να ηττηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ηττηθεί | είχα ηττηθεί | θα έχω ηττηθεί | να έχω ηττηθεί | ηττημένος | |
β' ενικ. | έχεις ηττηθεί | είχες ηττηθεί | θα έχεις ηττηθεί | να έχεις ηττηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ηττηθεί | είχε ηττηθεί | θα έχει ηττηθεί | να έχει ηττηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ηττηθεί | είχαμε ηττηθεί | θα έχουμε ηττηθεί | να έχουμε ηττηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ηττηθεί | είχατε ηττηθεί | θα έχετε ηττηθεί | να έχετε ηττηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ηττηθεί | είχαν ηττηθεί | θα έχουν ηττηθεί | να έχουν ηττηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηττώμαι