defeat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
defeat | defeats |
defeat (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | defeat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defeats |
αόριστος | defeated |
παθητική μετοχή | defeated |
ενεργητική μετοχή | defeating |
defeat (en)