loss
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
loss | losses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαloss (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το χάσιμο, η απώλεια, η ενέργεια του χάνω
- ⮡ to loss of weight - το χάριμο βάρους
- ⮡ Nothing can compensate for the loss of health.
- Τίποτα δεν μπορεί ν' αντισταθμίσει το χάσιμο της υγείας.
- η ζημιά, χρήματα που έχουν χαθεί από μια επιχείρηση
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απώλεια, ο χαμός, το χάσιμο, ο θάνατος κάποιου
- ⮡ The loss of her husband was a heavy blow.
- Η απώλεια του άντρα της ήταν μεγάλο χτύπημα.
- ⮡ The battle ended in heavy losses for both sides.
- Η μάχη έληξε με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές.
- ⮡ the loss of her husband - ο χαμός/το χάσιμο του άντρα της
- ⮡ The loss of her husband was a heavy blow.
- (ενικός) η απώλεια, το μειονέκτημα που προκαλείται όταν κάποιος φεύγει ή όταν αφαιρείται ένα χρήσιμο ή πολύτιμο αντικείμενο· ένα άτομο που προκαλεί ένα μειονέκτημα φεύγοντας
- ⮡ It’s a great loss (that he left).
- Είναι μεγάλη απώλεια (που έφυγε).
- ⮡ It’s a great loss (that he left).
- η ήττα σε έναν αγώνα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- loss - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 353. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζημιά