win
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
win | wins |
win (en)
- ατομική νίκη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | win |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wins |
αόριστος | won |
παθητική μετοχή | won |
ενεργητική μετοχή | winning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
win (en)