win over
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | win over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wins over |
αόριστος | won over |
παθητική μετοχή | won over |
ενεργητική μετοχή | winning over |
ενεστώτας | win over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wins over |
αόριστος | won over |
παθητική μετοχή | won over |
ενεργητική μετοχή | winning over |