ενεστώτας lose
γ΄ ενικό ενεστώτα loses
αόριστος lost
παθητική μετοχή lost
ενεργητική μετοχή losing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lose (en)

  1. (μεταβατικό) χάνω, δεν μπορώ να βρω κάτι ή κάποιον
    ⮡  I lost my keys again, maybe you know where I left them?
    Έχασα ξανά τα κλειδιά, μήπως ξέρεις πού τα άφησα;
  2. (μεταβατικό) χάνω, πρέπει να εγκαταλείψω κάτι· αποτυγχάνω να κρατήσω κάτι ή κάποιον
    ⮡  Many trees lose their leaves in the fall.
    Πολλά δέντρα χάνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) χάνω, είμαι νικημένος· αποτυγχάνω να κερδίσω έναν διαγωνισμό, μια διαμάχη κτλ.
    ⮡  We lost by thirty-two points!
    Χάσαμε για τριάντα δυο πόντους!
     αντώνυμα: win

Εκφράσεις

επεξεργασία