ενεστώτας lose
γ΄ ενικό ενεστώτα loses
αόριστος lost
παθητική μετοχή lost
ενεργητική μετοχή losing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lose (en)

  1. (μεταβατικό) χάνω, δεν μπορώ να βρω κάτι ή κάποιον
    ⮡  I lost my keys again, maybe you know where I left them?
    Έχασα ξανά τα κλειδιά, μήπως ξέρεις πού τα άφησα;
  2. (μεταβατικό) χάνω, πρέπει να εγκαταλείψω κάτι· αποτυγχάνω να κρατήσω κάτι ή κάποιον
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) χάνω, είμαι νικημένος· αποτυγχάνω να κερδίσω έναν διαγωνισμό, μια διαμάχη κτλ.
    ⮡  We lost by thirty-two points!
    Χάσαμε για τριάντα δυο πόντους!
     αντώνυμα: win

Εκφράσεις

επεξεργασία