losing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlosing (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
losing | losings |
losing (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαlosing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του lose
losing (en)
ενικός | πληθυντικός |
losing | losings |
losing (en)
losing (en)