ΔΦΑ : /ˈluːzɪŋ/
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
losing losings

losing (en)

  1. η απώλεια (αντικειμένου)
  2. η απώλεια, ο χαμός, ο θάνατος (προσώπου)

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία