θάνατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θάνατος | οι | θάνατοι |
γενική | του | θανάτου | των | θανάτων |
αιτιατική | τον | θάνατο | τους | θανάτους |
κλητική | θάνατε | θάνατοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θάνατος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θάνατος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰnh₂-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθa.na.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θά‐να‐τος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθάνατος αρσενικό
- (βιολογία) η οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός οργανισμού: αναπνοή, πέψη, λειτουργία του νευρικού συστήματος
- ⮡ εγκεφαλικός θάνατος
- ⮡ αιφνίδιος θάνατος
- ⮡ ακαριαίος θάνατος
- ※ Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
- (κατ’ επέκταση) το τέλος, ο αφανισμός
- ⮡ ο θάνατος του ελεύθερου εμπορίου
- ⮡ ο θάνατος της αποικιοκρατίας
- (μεταφορικά) γεγονός επιζήμιο, δυσάρεστο ή οδυνηρό
Συγγενικά
επεξεργασία- θανάσιμος
- θανατάς
- θανατερός
- θανατικό
- θανατικός
- θανατώνω
- θανάτωση
- θανή
- Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- άγγελος θανάτου
- αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου
- ακολουθώ (κάποιον) στον θάνατο → δείτε την έκφραση: ακολουθώ (κάποιον) στον τάφο
- αποστολή θανάτου
- αργός θάνατος
- γύρος του θανάτου
- δεν είναι και για θάνατο ή δεν είναι και προς θάνατο(ν)
- ελευθερία ή θάνατος
- έως θανάτου
- ζήτημα ζωής ή/και θανάτου ή θέμα ζωής ή/και θανάτου
- κίνδυνος-θάνατος
- κούρσα θανάτου
- μετά θάνατο(ν)
- μεταξύ ζωής και θανάτου
- μέχρι θανάτου
- ξαφνικός θάνατος
- ο θάνατός σου, η ζωή μου!
- παλεύω με τον θάνατο → δείτε την έκφραση: παλεύω με τον Χάρο
- πέταλο του θανάτου
- πήδημα του θανάτου
- στη ζωή και στο(ν) θάνατο
- συμβόλαιο θανάτου
- του θανατά
- φλερτάρω με τον θάνατο → δείτε την έκφραση: φλερτάρω με τον κίνδυνο
- χάνω τη μάχη με το(ν) θάνατο → δείτε την έκφραση: χάνω τη μάχη για τη ζωή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θάνατος
Πηγές
επεξεργασία- θάνατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θάνατος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'θάνατος'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θάνατος | οἱ | θάνατοι |
γενική | τοῦ | θανάτου | τῶν | θανάτων |
δοτική | τῷ | θανάτῳ | τοῖς | θανάτοις |
αιτιατική | τὸν | θάνατον | τοὺς | θανάτους |
κλητική ὦ! | θάνατε | θάνατοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θανάτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θανάτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θάνατος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθάνατος, -ου αρσενικό
- θάνατος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 451 (450-451)
- «ὦ Σῶχ᾽, Ἱππάσου υἱὲ δαΐφρονος ἱπποδάμοιο, | φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, οὐδ᾽ ὑπάλυξας.
- «Ω Σώκε, γόνε αγαπητέ του ιπποδάμου Ιππάσου, | σ᾽ εβρήκε, δεν το ξέφυγες, το τέλος του θανάτου.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «ὦ Σῶχ᾽, Ἱππάσου υἱὲ δαΐφρονος ἱπποδάμοιο, | φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, οὐδ᾽ ὑπάλυξας.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 131 (130-131)
- πολλοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀιστοὶ | ῥιγηλοί, θανάτοιο λαθιφθόγγοιο δοτῆρες·
- Κι ήτανε μέσα της βέλη πολλά, | που φέρνουν ρίγος και δίνουν θάνατο που τη μιλιά την κόβει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πολλοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀιστοὶ | ῥιγηλοί, θανάτοιο λαθιφθόγγοιο δοτῆρες·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 650 (650-653)
- θανάτῳ θανάτῳ πάρος δαμείην | ἁμέραν τάνδ᾽ ἐξανύσα- | σα· μόχθων δ᾽ οὐκ ἄλλος ὕπερ- | θεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι.
- Καλύτερα να με δαμάσει πρώτα ο θάνατος, ο θάνατος, | και το φως της ζωής μου να σβήσει. | Γιατί δεν υπάρχει μοίρα πιο σκληρή | από το να στερηθείς τη γη των πατέρων σου.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- θανάτῳ θανάτῳ πάρος δαμείην | ἁμέραν τάνδ᾽ ἐξανύσα- | σα· μόχθων δ᾽ οὐκ ἄλλος ὕπερ- | θεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα, 125 @scaife.perseus
- τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ’ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας, ἐπειδήπερ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν, οἳ δ’ οὐκέτι εἰσίν.
- Το φρικτότερο λοιπόν από τα κακά, ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν εμείς ζούμε, ο θάνατος δεν είναι παρών, όταν όμως ο θάνατος έλθει, τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Ούτε λοιπόν για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους δεν υφίσταται ο θάνατος, γιατί για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι δεύτεροι δεν υπάρχουν πλέον.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ’ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας, ἐπειδήπερ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν, οἳ δ’ οὐκέτι εἰσίν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 451 (450-451)
- (στον πληθυντικό) τρόποι θανάτου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 341 (341-342)
- πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσι, | λιμῷ δ᾽ οἴκτιστον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν.
- οι θάνατοι όλοι αν είναι μισητοί στους άμοιρους θνητούς, | ο πιο πικρός είναι ο θάνατος της πείνας, μοιραίο τέλος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσι, | λιμῷ δ᾽ οἴκτιστον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 341 (341-342)
- (ως κύριο όνομα) Θάνατος, ο δίδυμος αδελφός του Ύπνου
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 756 (755-757)
- ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα, | ἡ δ᾽ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο, | Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
- Η μια κατέχει για όσους ζουν πάνω στη γη το φως που τα πάντα βλέπει, | κι η άλλη, η ολέθρια Νύχτα, έχει στα χέρια της τον Ύπνο, | τον αδερφό του Θανάτου, με ομιχλώδη νεφέλη καλυμμένη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα, | ἡ δ᾽ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο, | Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 756 (755-757)
- νεκρός, πτώμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀξιοθάνατος
- ἀντιθανατάω
- ἀπαθανατίζω (και τα παράγωγά του)
- ἀπευθανατίζω
- ἀθανατισμός
- ἀθανατίζω
- ἀθάνατος
- ἀθανατόω
- ἀργοθάνατος
- αὐτοθάνατος
- ἀωροθάνατος
- βιαιοθανατέω
- βιαιοθάνατος
- βιοθάνατος
- βραδυθάνατος
- δυσθανατάω
- δυσθανατέω
- δυσθάνατος
- ἐνθανατόω
- ἐπιθανάτιος
- ἐπιθάνατος
- ἑτοιμοθάνατος
- εὐθανατέω
- εὐθάνατος
- εὐθυθάνατος
- θανατάω
- θανατηφορία
- θανατήφορος
- θανατηγός
- θανατήριος
- θανατηρός
- θανατήσιμος
- θανατήσιος
- θανατιάω
- θανατικός
- θανατόεις
- θανατοφόρος
- θανατοποιός
- θανατούσια
- θανατόω
- θανατώδης
- θανάτωσις
- ἰδιοθάνατος
- ἰσαθάνατος
- κακοθάνατος
- μελλοθάνατος
- ξενοθάνατος
- ὀξυθάνατος
- πεισιθάνατος
- ταχυθάνατος
Πηγές
επεξεργασία- θάνατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θάνατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.