πέψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέψη | οι | πέψεις |
γενική | της | πέψης* | των | πέψεων |
αιτιατική | την | πέψη | τις | πέψεις |
κλητική | πέψη | πέψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πέψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πέψη < αρχαία ελληνική πέψις < πέσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πέψη θηλυκό
- (φυσιολογία) η διαδικασία με την οποία μετουσιώνονται οι τροφές σε χρήσιμες ουσίες εντός του στομάχου
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πέψη