αυτοπεψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοπεψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: autopepsia < αρχαία ελληνική αὐτός + πέψις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοπεψία[1] θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοπεψία
- ↑ αυτοπεψία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας