πέψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πέψῐς | αἱ | πέψεις |
γενική | τῆς | πέψεως | τῶν | πέψεων |
δοτική | τῇ | πέψει | ταῖς | πέψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πέψῐν | τὰς | πέψεις |
κλητική ὦ! | πέψῐ | πέψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πέψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέψις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέψις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πέψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.