αὐτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αὐτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ew (αὖ) + *to-
Αντωνυμία
επεξεργασίααὐτός, -ή, -ό και ἀτός, οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία
- ο ίδιος, συνήθως όταν συνοδεύεται από άρθρο (ὁ αὐτός)
- τό αυτόν (το ίδιο) > ταὐτόν (και ταὐτός) και τὠυτὸ ἂν ὑμῖν (το ιδιο με εσάς)
- με δική μου πρωτοβουλία, χωρίς τη βοήθεια κάποιου, μόνος, χωρίς την παρουσία εχθρών
- αὐτὸς ἐγείναο παῖδ᾽ (χωρίς μητέρα)
- αὐτὰ γὰρ ἔστιν ταῦτα (αυτά μόνον και όχι άλλα, αυτά είναι όλα κι όλα)
- αὐτοί ἐσμεν (είμαστε μόνοι ή μεταξύ φίλων)
- αυτός
- αὐτήν τε αὐτήν (αυτήν καθαυτή)
- πέμπτος αὐτός (αυτός ήταν ο πέμπτος)
- (στη γενική ως κτητικό) του, της
- στη σύνθεση των αρχαίων λέξεων :
- αφ' εαυτού, φυσικός π.χ. αὐτοφυής και αυτοφυής στη νεοελληνική
- από αυτόν τον ίδιο, υφ' εαυτού π.χ. αὐτοδίδακτος και αυτοδίδακτος στη νεοελληνική
- μόνο από αυτό, όχι από κάτι άλλο, π.χ. αὐτύξυλος
- ανεξάρτητος άλλων ή άλλου π.χ. αὐτοκράτωρ και αυτοκράτωρ στη νεοελληνική
- ο αληθινός, ο σωστός, ακριβώς π.χ. αὐτόδεκα
- με αυτοπαθή έννοια π.χ. αὐτόκτονος και αυτοκτονώ στη νεοελληνική
- μαζί με κάποιον άλλο π.χ. αὐτόρριζος (την ίδια ρίζα με άλλον)
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | αὐτός | αὐτή | αὐτό | αὐτοί | αὐταί | αὐτά |
Γενική | αὐτοῦ | αὐτῆς | αὐτοῦ | αὐτῶν | αὐτῶν | αὐτῶν |
Δοτική | αὐτῷ | αὐτῇ | αὐτῷ | αὐτοῖς | αὐταῖς | αὐτοῖς |
Αιτιατική | αὐτόν | αὐτήν | αὐτό | αὐτούς | αὐτάς | αὐτά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική | αὐτώ | αὐτά | ||||
Γενική-Δοτική | αὐτοῖν | αὐταῖν |
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἐπὶ τὸ αὐτό : προστιθέμενο, στο σύνολο
- κατὰ τὸ αὐτό : μαζί, ταυτόχρονα
- κατ᾽ αὐτό : μόλις τότε, αμέσως μετά
- αὐτὰ τὰ ἐναντία : ακριβώς το αντίθετο
Σύνθετα
επεξεργασία- αὐτόθεν
- αὐτόθι
- αὐτόσε
- αὐτίκα
- αὐθωρεί
- αὐθόμαιμος
- αὐτήκοος
- αὐτογενής
- αὐτοσίδηρος
- αὐτόδηλος
- αὐτόδικος
- αὐτόχειρ
- αὐτόχθων
- αὐτόχρημα
- αὐτοτελής
- αὐτοέντης
- αὐθήμερος
- αὐτοκασίγνητος
- αὐτάδελφος
- αὐτοκίνητος
- αὐτόκλητος
- αὐτοκτονέω
- αὐτόλιθος
- αὐτόκωπος
- αὐτόκτιτος
- αὐτοδάϊκτος (ο αυτόχειρας)
- αὐτόδεκα
- αὐτόσσυτος,ον + σεύομαι
- αὐτόστολος (που πάει καπου με δική του απόφαση)
- αὐτόστονος + στένω
- αὐτοσφαγής (που έχει μαχαιρωθεί μόνος του ή από συγγενείς)
- αὐτοθελεί επίρρημα και αὐτοθελής
- αὐτόνοος και αὐτόνους (ισχυρογνώμων)
- αὐτοετής (του ίδίου έτους)
- αὐτόμολος + βλώσκω, ἔμολον
- αὐτότεχνος (αυτοδίδακτος)
- αὐτοκρατής,ές (αυτεξούσιος)
- αὐθάδης + ἥδομαι
- αὐθαίρετος + αἱρέω
- αὐθαίμων + αἷμα
- αὐθέντης + ἕντης
- αὐτουργός + ἕργω
- αὐτόφωρος + φώρ
- αὐτοπήμων +πῆμα
- αὐτονυχί/αὐτονυχεί
- αὐτόρρυτος + ῥέω )
- αὐτόρριζος + ῥίζα
- αὐτάγρετος,ον + ἀγρέω
- αὐτοσχέδιος
- αὐτοσχεδόν
- αὐτόγραφος
- αὐτομαθής,ές
- αὐτομάρτυς
- αὐτοματίζω
- αυτόματος
- αὐτομαχέω
- αὐτομολέω
- αὐτόνομος
- αὐτονομέομαι
- αὐτοπρόσωπος
- αὐτόπτης
- αὐτερέτης
- αὐτάρκης
- αὐτεπάγελτος
- αὐτεπώνυμος
- αὐτεπιτάκτης
- αὐτάγγελος
- αὔτανδρος,ον
- αὐτόποιος
- αὐτόπαις
- αὐτόπους (ο πεζός)
- αὐτοπώλης
- αὐτοκράτωρ
- αὐτόκλαδος
- αὐτοδαής