αὐθωρεί
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αὐθωρεί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθωρεί. Μορφολογικά αναλύεται σε αὐθ- + -ωρ(ός) + -εί → δείτε τις λέξεις αὐτός και ὥρα
Επίρρημα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- μονοτονικό: αυθωρεί - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
αὐθωρεί (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αυθωρεί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- αὐθωρεί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.