Δείτε επίσης: αυθωρεί

Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐθωρεί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθωρεί. Μορφολογικά αναλύεται σε αὐθ- + -ωρ(ός) + -εί  δείτε τις λέξεις αὐτός και ὥρα

Επίρρημα

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐθωρεί < αὐθωρός. Μορφολογικά αναλύεται σε αὐθ- + -ωρ(ός)[1] + -εί  δείτε τις λέξεις αὐτός και ὥρα

Επίρρημα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αυθωρεί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.