αυθωρεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυθωρεί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθωρεί < αρχαία ελληνική αὐθωρός (αυτός που συμβαίνει την ίδια ώρα). Μορφολογικά αναλύεται σε αυθ- (αυτο-) + -ωρ(ός) > κατάληξη λόγιων επιρρημάτων -εί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fθoˈri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐θω‐ρεί
- ομόηχο: αυθωρί
Επίρρημα
επεξεργασίααυθωρεί
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αυθωρεί και παραχρήμα (πολυτονικό: αὐθωρεί καὶ παραχρῆμα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυθωρεί
→ δείτε τη λέξη αμέσως |
Πηγές
επεξεργασία- αυθωρεί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αυθωρεί - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας