Δείτε επίσης: αὐθωρί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυθωρί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθωρί, τύπος του αὐθωρεί. Μορφολογικά αναλύεται σε αυθ- + -ωρ(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fθoˈri/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐θω‐ρί
ομόηχο: αυθωρεί

  Επίρρημα

επεξεργασία

αυθωρί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία