ὥρα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ὥρα | ὥρα | ὧραι |
Γενική | ὥρας | ὥραιν | ὡρῶν |
Δοτική | ὥρᾳ | ὥραιν | ὥραις |
Αιτιατική | ὥραν | ὥρα | ὥρας |
Κλητική | ὥρα | ὥρα | ὧραι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὥρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yōr-ā < *yēr- / *yeh₁r- (έτος, εποχή)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὥρα θηλυκό
- ορισμένος χρόνος, χρονική περίοδος που ορίζεται από τους φυσικούς νόμους, περίοδος του έτους, του μήνα, της ημέρας
- εποχή του έτους [οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν τρεις εποχές του χρόνου: το έαρ (άνοιξη), το θέρος (καλοκαίρι) και τον χειμώνα, ενώ την οπώραν (φθινόπωρο) τη θεωρούσαν μάλλον ως ακμή του καλοκαιριού]
- τῆς ὥρης μέσον θέρος
- έμμεσα το κλίμα μιας χώρας, από την κανονικότητα και την ομορφιά των εποχών του
- τὰς ὥρας κάλλιστα κεκρημένας (ωραίο κλίμα, με τις εποχές του να θεωρούνται άριστες)
- ώρα, ακμή του έτους, μέρος της ημέρας ή του ημερονυκτίου
- ὥρα νυκτός
- αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας
- τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου (Ξενοφών)
- τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες (Ηρόδοτος)
- ἡμέρα ἡ . . δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως
- μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή (μετά από πολλή ώρα...)
- η κατάλληλη ώρα, η σωστή στιγμή, η καλή στιγμή της ζωής του ανθρώπου, η νεότητα
- ώρα καθεύδειν (για ύπνο)/ώρα ἀπιέναι (ώρα να πηγαίνουμε), ώρα γάμου, ὥρα ἐστίν (είναι ώρα να...)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ὥρα» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ὥρα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.