Δείτε επίσης: ὡραῖα, ωραία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὡραία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ὡραῖος < ὥρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὡραία - επικός & ιωνικός τύπος : ὡραίη

  1. η εποχή της συγκομιδής, συγκεκριμένα οι 20 μέρες πριν και μετά την ανατολή του Σείριου ή του Μεγάλου Κυνός (τότε πιθανόν στα μέσα Ιουνίου)
    ⮡  μίμνει ἐς ὡραίην (: μέχρι τη συγκομιδή)
  2. η περίοδος, η εποχή, η καλοκαιρία, ίσως η περίοδος του καλοκαιριού συγκεκριμένα
    ※  ... ἀκούω Λακεδαιμονίους τότε καὶ πάντας τοὺς ἄλλους, τέτταρας μῆνας ἢ πέντε, τὴν ὡραίαν αὐτήν, ἐμβαλόντας ἂν καὶ κακώσαντας τὴν χώραν...
    πληροφορούμαι ότι οι Λακεδαιμόνιοι όπως και όλοι οι άλλοι, εισέβαλαν και κατέστρεφαν τη χώρα κατά τους τέσσερεις ή πέντε μήνες της (καλοκαιρινής) περιόδου ...
    Δημοσθένης, Κατά Φιλίππου Γ', 48 greek-language-gr
    ⮡  τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει (: δεν βρέχει το καλοκαίρι <ίσως εννοείται και η άνοιξη>)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ὡραία (ὡραίᾱ)

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ὡραῖος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του ὡραῖος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία