ωραία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωραία < ὡραῖα στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική ὡραῖα ουσιαστικό και επίθετο < επίθετο ὡραῖος < ὥρα
Επίρρημα
επεξεργασίαωραία (τροπικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωραία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαωραία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωραίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωραίος