good
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
- καλός, που έχει μια χρήσιμη ή βοηθητική επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- ↪ This is good for your health.
- Αυτό είναι καλό για την υγεία σου.
- ↪ This is good for your health.
- ισχύει
- ↪ The return ticket is good for a month.
- Το εισιτήριο επιστροφής ισχύει για ένα μήνα.
- ↪ The return ticket is good for a month.
Εκφράσεις
επεξεργασίαμε τις προθέσεις:
- good at: καλός σε κάτι
- good in: καλός σε κάτι συγκεκριμένο που έχει περιγραφεί ή όταν είθισται ως έκφραση
- good thing
Σημειώσεις
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
- (ανεπίσημο) καλά
- ↪ I am playing good today.
- Παίζω καλά σήμερα.
- ↪ -“How are you today?” -“Good enough.”
- -«Πώς είσαι σήμερα;» -«Καλούτσικα.»
- ≈ συνώνυμα: well
- ↪ I am playing good today.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
good | goods |
good (en)