Δείτε επίσης: ωραίος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὡραῖος ὡραί τὸ ὡραῖον
      γενική τοῦ ὡραίου τῆς ὡραίᾱς τοῦ ὡραίου
      δοτική τῷ ὡραί τῇ ὡραί τῷ ὡραί
    αιτιατική τὸν ὡραῖον τὴν ὡραίᾱν τὸ ὡραῖον
     κλητική ! ὡραῖε ὡραί ὡραῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὡραῖοι αἱ ὡραῖαι τὰ ὡραῖ
      γενική τῶν ὡραίων τῶν ὡραίων τῶν ὡραίων
      δοτική τοῖς ὡραίοις ταῖς ὡραίαις τοῖς ὡραίοις
    αιτιατική τοὺς ὡραίους τὰς ὡραίᾱς τὰ ὡραῖ
     κλητική ! ὡραῖοι ὡραῖαι ὡραῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὡραίω τὼ ὡραί τὼ ὡραίω
      γεν-δοτ τοῖν ὡραίοιν τοῖν ὡραίαιν τοῖν ὡραίοιν
Για το θηλυκό, επικός & ιωνικός τύπος : ὡραίη
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὡραῖος < ὥρα + -ιος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ὡραῖος, -α, -ον, υπερθετικός: ὡραιότατος/ὡραιέστατος

  1. που παράγεται την κατάλληλη εποχή (π.χ. για καρπούς)
  2. που είναι ώριμος και κατάλληλος για κατανάλωση (φρούτα, αλλά και ζώα και ψάρια)
  3. που συμβαίνει τον αναμενόμενο χρόνο, τον κατάλληλο χρόνο, όταν είναι ώριμος, έτοιμος (για κάτι)
    ⮡  γάμου ὡραῖαι - θάνατος ὡραῖος (στην ώρα του, για ηλικιωμένο)
  4. που βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 695 (695-697)
    Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, | μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων | μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος·
    Στην ώρα σου γυναίκα στο σπίτι σου να φέρεις, | μήτε πάρα πολύ μικρότερος απ᾽ τα τριάντα χρόνια, | μήτε και πάρα πολύ μεγαλύτερος. Αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για γάμο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. όμορφος (με σαφή έως και αποκλειστική, ίσως, την έννοια του όμορφου η λέξη φαίνεται να αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα χριστιανικά χρόνια και μετά, γιατί στις αρχές της ελληνιστικής εποχής δεν ήταν ακόμα συνώνυμο της ομορφιάς)
    ※  ἄνευ κάλλους ὡραῖοι (Αριστοτέλης, Ρητορική)
  6. τὸ ὡραῖον (ως ουσιαστικοπουμένο επίθετο): η κατάλληλη εποχή
    ⮡  ὅτε ὡραῖον εἴη (όταν το επέτρεπε ο καιρός, η εποχή, όταν ήταν η κατάλληλη εποχή)
  7. (πληθυντικός του ουδέτερου) τὰ ὡραῖα (ουσιαστικοποιημένο επίθετο): τα φρούτα εποχής, αλλά και η πρώτη περίοδος των κοριτσιών
  8. ὡραία (ουσιαστικοπουμένο επίθετο) η εποχή της συγκομιδής, συγκεκριμένα οι 20 μέρες πριν και μετά την ανατολή του Σείριου ή του Μεγάλου Κυνός (τότε πιθανόν στα μέσα Ιουνίου)
    ⮡  μίμνει ἐς ὡραίην (μέχρι τη συγκομιδή)
  9. (ουσιαστικοπουμένο επίθετο) ἡ ὡραία: η περίοδος, ίσως η περίοδος του καλοκαιριού συγκεκριμένα
    '... ἀκούω Λακεδαιμονίους τότε καὶ πάντας τοὺς ἄλλους, τέτταρας μῆνας ἢ πέντε, τὴν ὡραίαν αὐτήν, ἐμβαλόντας ἂν καὶ κακώσαντας τὴν χώραν...
    πληροφορούμαι ότι οι Λακεδαιμόνιοι, όπως και όλοι οι άλλοι, εισέβαλαν και κατέστρεφαν τη χώρα κατά τους τέσσερεις ή πέντε μήνες της (καλοκαιρινής) περιόδου ... (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    ⮡  τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει (δε βρέχει την εποχή αυτή <ίσως καλοκαίρι ή άνοιξη>)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ωραίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.