ὡραῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὡραῖος | ἡ | ὡραίᾱ | τὸ | ὡραῖον |
γενική | τοῦ | ὡραίου | τῆς | ὡραίᾱς | τοῦ | ὡραίου |
δοτική | τῷ | ὡραίῳ | τῇ | ὡραίᾳ | τῷ | ὡραίῳ |
αιτιατική | τὸν | ὡραῖον | τὴν | ὡραίᾱν | τὸ | ὡραῖον |
κλητική ὦ! | ὡραῖε | ὡραίᾱ | ὡραῖον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ὡραῖοι | αἱ | ὡραῖαι | τὰ | ὡραῖᾰ |
γενική | τῶν | ὡραίων | τῶν | ὡραίων | τῶν | ὡραίων |
δοτική | τοῖς | ὡραίοις | ταῖς | ὡραίαις | τοῖς | ὡραίοις |
αιτιατική | τοὺς | ὡραίους | τὰς | ὡραίᾱς | τὰ | ὡραῖᾰ |
κλητική ὦ! | ὡραῖοι | ὡραῖαι | ὡραῖᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὡραίω | τὼ | ὡραίᾱ | τὼ | ὡραίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ὡραίοιν | τοῖν | ὡραίαιν | τοῖν | ὡραίοιν |
Για το θηλυκό, επικός & ιωνικός τύπος : ὡραίη | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὡραῖος, -α, -ον, υπερθετικός : ὡραιότατος/ὡραιέστατος
- που παράγεται την κατάλληλη εποχή (π.χ. για καρπούς)
- που είναι ώριμος και κατάλληλος για κατανάλωση (φρούτα, αλλά και ζώα και ψάρια)
- που συμβαίνει τον αναμενόμενο χρόνο, τον κατάλληλο χρόνο, όταν είναι ώριμος, έτοιμος (για κάτι)
- ⮡ γάμου ὡραῖαι - θάνατος ὡραῖος (στην ώρα του, για ηλικιωμένο)
- που βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 695 (695-697)
- Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, | μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων | μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος·
- Στην ώρα σου γυναίκα στο σπίτι σου να φέρεις, | μήτε πάρα πολύ μικρότερος απ᾽ τα τριάντα χρόνια, | μήτε και πάρα πολύ μεγαλύτερος. Αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για γάμο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, | μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων | μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 695 (695-697)
- όμορφος (με σαφή έως και αποκλειστική, ίσως, την έννοια του όμορφου η λέξη φαίνεται να αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα χριστιανικά χρόνια και μετά, γιατί στις αρχές της ελληνιστικής εποχής δεν ήταν ακόμα συνώνυμο της ομορφιάς)
- ※ ἄνευ κάλλους ὡραῖοι (Αριστοτέλης, Ρητορική)
- τὸ ὡραῖον (ως ουσιαστικοπουμένο επίθετο): η κατάλληλη εποχή
- ⮡ ὅτε ὡραῖον εἴη (όταν το επέτρεπε ο καιρός, η εποχή, όταν ήταν η κατάλληλη εποχή)
- (πληθυντικός του ουδέτερου) τὰ ὡραῖα (ουσιαστικοποιημένο επίθετο): τα φρούτα εποχής, αλλά και η πρώτη περίοδος των κοριτσιών
- ἡ ὡραία (ουσιαστικοπουμένο επίθετο) η εποχή της συγκομιδής, συγκεκριμένα οι 20 μέρες πριν και μετά την ανατολή του Σείριου ή του Μεγάλου Κυνός (τότε πιθανόν στα μέσα Ιουνίου)
- ⮡ μίμνει ἐς ὡραίην (μέχρι τη συγκομιδή)
- (ουσιαστικοπουμένο επίθετο) ἡ ὡραία: η περίοδος, ίσως η περίοδος του καλοκαιριού συγκεκριμένα
- '... ἀκούω Λακεδαιμονίους τότε καὶ πάντας τοὺς ἄλλους, τέτταρας μῆνας ἢ πέντε, τὴν ὡραίαν αὐτήν, ἐμβαλόντας ἂν καὶ κακώσαντας τὴν χώραν...
- πληροφορούμαι ότι οι Λακεδαιμόνιοι, όπως και όλοι οι άλλοι, εισέβαλαν και κατέστρεφαν τη χώρα κατά τους τέσσερεις ή πέντε μήνες της (καλοκαιρινής) περιόδου ... (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ⮡ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει (δε βρέχει την εποχή αυτή <ίσως καλοκαίρι ή άνοιξη>)
- '... ἀκούω Λακεδαιμονίους τότε καὶ πάντας τοὺς ἄλλους, τέτταρας μῆνας ἢ πέντε, τὴν ὡραίαν αὐτήν, ἐμβαλόντας ἂν καὶ κακώσαντας τὴν χώραν...
Άλλες μορφές
επεξεργασία- θηλυκό, επικός & ιωνικός τύπος : ὡραίη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ωραίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ὡραῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὡραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.