Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὡραΐζω < ὡραῖος

  Ρήμα επεξεργασία

ὡραΐζω

  1. καλλύνω, καλλωπίζω
  2. ακμάζω, ανθώ
  3. (παθητικό) σεμνύνομαι