ὡρικός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὡρικός | ὡρική | ὡρικόν | ὡρικοί | ὡρικαί | ὡρικά |
Γενική | ὡρικοῦ | ὡρικῆς | ὡρικοῦ | ὡρικῶν | ὡρικῶν | ὡρικῶν |
Δοτική | ὡρικῷ | ὡρικῇ | ὡρικῷ | ὡρικοῖς | ὡρικαῖς | ὡρικοῖς |
Αιτιατική | ὡρικόν | ὡρικήν | ὡρικόν | ὡρικούς | ὡρικάς | ὡρικά |
Κλητική | ὡρικέ | ὡρική | ὡρικόν | ὡρικοί | ὡρικαί | ὡρικά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὡρικώ | ὡρικά | ||||
Γενική-Δοτική | ὡρικοῖν | ὡρικαῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὡρικός < ὡραῖος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ὡρικός,ή,όν ὡρικώτερος ὡρικώτατος
- ο ακμαίος, αυτός που βρίσκεται τώρα στην ακμή του
- το ώριμο, κατάλληλο για κατανάλωση φρούτο
- ωραίος, χαριτωμένος, όμορφος
- νεανικός