γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὡρικός ὡρική τὸ ὡρικόν
      γενική τοῦ ὡρικοῦ τῆς ὡρικῆς τοῦ ὡρικοῦ
      δοτική τῷ ὡρικ τῇ ὡρικ τῷ ὡρικ
    αιτιατική τὸν ὡρικόν τὴν ὡρικήν τὸ ὡρικόν
     κλητική ! ὡρικέ ὡρική ὡρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὡρικοί αἱ ὡρικαί τὰ ὡρικᾰ́
      γενική τῶν ὡρικῶν τῶν ὡρικῶν τῶν ὡρικῶν
      δοτική τοῖς ὡρικοῖς ταῖς ὡρικαῖς τοῖς ὡρικοῖς
    αιτιατική τοὺς ὡρικούς τὰς ὡρικᾱ́ς τὰ ὡρικᾰ́
     κλητική ! ὡρικοί ὡρικαί ὡρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὡρικώ τὼ ὡρικᾱ́ τὼ ὡρικώ
      γεν-δοτ τοῖν ὡρικοῖν τοῖν ὡρικαῖν τοῖν ὡρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὡρικός < ὡραῖος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ὡρικός, -ή, -όν, συγκριτικός: ὡρικώτερος, υπερθετικός:  ὡρικώτατος

  1. ο ακμαίος, αυτός που βρίσκεται τώρα στην ακμή του
  2. το ώριμο, κατάλληλο για κατανάλωση φρούτο
  3. ωραίος, χαριτωμένος, όμορφος
  4. νεανικός

Συγγενικά

επεξεργασία