↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεανικός η νεανική το νεανικό
      γενική του νεανικού της νεανικής του νεανικού
    αιτιατική τον νεανικό τη νεανική το νεανικό
     κλητική νεανικέ νεανική νεανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεανικοί οι νεανικές τα νεανικά
      γενική των νεανικών των νεανικών των νεανικών
    αιτιατική τους νεανικούς τις νεανικές τα νεανικά
     κλητική νεανικοί νεανικές νεανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεανικός < αρχαία ελληνική νεανικός

  Επίθετο

επεξεργασία

νεανικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται σε άτομα νεαρής ηλικίας
  2. που ταιριάζει σε άτομα νεαρής ηλικίας, στους νέους, στη νεολαία
  3. (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από τη ζωτικότητα ή την αφέλεια της νιότης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία