Δείτε επίσης: ἀφέλεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφέλεια οι αφέλειες
      γενική της αφέλειας των αφελειών
    αιτιατική την αφέλεια τις αφέλειες
     κλητική αφέλεια αφέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφέλεια < αρχαία ελληνική ἀφέλεια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αφέλεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα ή η συμπεριφορά ενός αφελούς
    ※  Παραμένει ο γνωστός μας «καρπαζοεισπράκτορας», που υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στην τύχη του, θεωρεί «φυσική» την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων και δε φροντίζει παρά για το πώς θα εξασφαλίσει το καθημερινό του, εκμεταλλευόμενος τη δικιά του «ατσιδωσύνη» και την αφέλεια των άλλων (Βάσος Βαρίκας, Κριτική θεάτρου, 1972, σελ. 14)
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) είδος χτενίσματος που καλύπτει το μέτωπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία