αφέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφέλεια | οι | αφέλειες |
γενική | της | αφέλειας | των | αφελειών |
αιτιατική | την | αφέλεια | τις | αφέλειες |
κλητική | αφέλεια | αφέλειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφέλεια < αρχαία ελληνική ἀφέλεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφέλεια θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά ενός αφελούς
- ※ Παραμένει ο γνωστός μας «καρπαζοεισπράκτορας», που υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στην τύχη του, θεωρεί «φυσική» την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων και δε φροντίζει παρά για το πώς θα εξασφαλίσει το καθημερινό του, εκμεταλλευόμενος τη δικιά του «ατσιδωσύνη» και την αφέλεια των άλλων (Βάσος Βαρίκας, Κριτική θεάτρου, 1972, σελ. 14)
- (συνήθως στον πληθυντικό) είδος χτενίσματος που καλύπτει το μέτωπο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφελής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αφέλεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφέλεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)