αφελής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αφελής < αρχαία ελληνική ἀφελής
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αφελής, -ής, -ές
- άνθρωπος που δεν σκέφτεται τα πράγματα σε βάθος ή που αφήνεται και εξαπατάται από άλλους
- απλοϊκός (για κρίση, άποψη κ.λπ.)