πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφελής η αφελής το αφελές
      γενική του αφελούς* της αφελούς του αφελούς
    αιτιατική τον αφελή την αφελή το αφελές
     κλητική αφελή(ς) αφελής αφελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφελείς οι αφελείς τα αφελή
      γενική των αφελών των αφελών των αφελών
    αιτιατική τους αφελείς τις αφελείς τα αφελή
     κλητική αφελείς αφελείς αφελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.feˈlis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /a.feˈles/ ουδέτερο

αφελής, -ής, -ές

  1. άνθρωπος που δε σκέφτεται τα πράγματα σε βάθος ή που αφήνεται και εξαπατάται από άλλους
  2. απλοϊκός (για κρίση, άποψη κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία