Δείτε επίσης: ἀφήνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφήνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφήνω (δείτε και γραφή ἀφίνω) ή με μεταπλασμό, ή από την ελληνιστική κοινή ἀφίω < αρχαία ελληνική ἀφίημι[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈfi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φή‐νω

αφήνω, πρτ.: άφηνα, αόρ.: άφησα/άφηκα/αφήκα, παθ.φωνή: αφήνομαι, π.αόρ.: αφέθηκα, μτχ.π.π.: αφημένος, προστ. αορ.: άφησε και άσε

  1. χαλαρώνω τη λαβή μου και έτσι παύω να κρατώ κάτι επιτρέποντάς του να κινηθεί ελεύθερα
    ⮡  Άφησε το μολύβι του να πέσει στο πάτωμα.
  2. παύω να έχω πάνω μου ένα αντικείμενο και το ακουμπώ σε κάποιο σημείο
    ⮡  Μάλλον άφησα το πορτοφόλι μου πάνω στο τραπέζι.
  3. δε μετακινώ κάτι, δεν του αλλάζω την κατάστασή του
    ⮡  Άφησε τα πιάτα στο τραπέζι. (χτες)
    ⮡  Άφησε τα πιάτα στο τραπέζι! (να τα αφήσεις στο τραπέζι)
    ⮡  Θα με αφήσεις ήσυχο; Άσε με ήσυχο, σου λέω!
  4. παραδίδω κάτι σε κάποιον, για να το ξαναπάρω αργότερα
    ⮡  Άφησα το αυτοκίνητο στο συνεργείο.
  5. παύω να ασχολούμαι με κάτι και το εμπιστεύομαι σε άλλον
    ⮡  Ας το αφήσουμε στους ειδικούς.
  6. ορίζω αντικαταστάτη
    ⮡  Aφήνω το(ν) Νίκο στο πόδι μου για το διάστημα που λείπω.
  7. σταματώ να ακολουθώ μια τακτική
    ⮡  Ας αφήσουμε τα υπονοούμενα!
  8. κληροδοτώ
    ⮡  Ο θείος μου μου άφησε στη διαθήκη του ένα διαμέρισμα.
  9. φεύγω
    ⮡  Άφησε την πατρίδα του και πήγε στην Αμερική
  10. εγκαταλείπω κάτι με το οποίο με συνέδεε στενή σχέση, παρατώ
    ⮡  Άφησε την παλιά του δουλειά αλλά δεν κατάφερε ακόμα να βρει καινούρια
    ⮡  Άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της
  11. ελευθερώνω, δεν κρατώ πια δέσμιο
    ⮡  τον άφησαν ελεύθερο
  12. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
    ⮡  Οι επιτηρητές τον άφησαν να αντιγράψει.

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

  • → δείτε και εκφράσεις στην προστακτική άσε, άσ' και άστε

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Λέξεις που σχετίζονται με την αρχαία ελληνική ἀφίημι όπως

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία