αφήνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αφήνω
Ρήμα
επεξεργασίααφήνομαι, πρτ.: αφηνόμουν, στ.μέλλ.: θα αφεθώ, αόρ.: αφέθηκα
- με αφήνουν
- ο κρατούμενος αφέθηκε ελεύθερος
- αφήνω τον εαυτό μου
- αφέθηκε να πέσει στο κενό
- παύω να προβάλλω αντίσταση σε κάτι
- αφέθηκε στο ερωτικό πάθος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφήνομαι | αφηνόμουν(α) | θα αφήνομαι | να αφήνομαι | ||
β' ενικ. | αφήνεσαι | αφηνόσουν(α) | θα αφήνεσαι | να αφήνεσαι | αφήνου | |
γ' ενικ. | αφήνεται | αφηνόταν(ε) | θα αφήνεται | να αφήνεται | ||
α' πληθ. | αφηνόμαστε | αφηνόμαστε αφηνόμασταν |
θα αφηνόμαστε | να αφηνόμαστε | ||
β' πληθ. | αφήνεστε | αφηνόσαστε αφηνόσασταν |
θα αφήνεστε | να αφήνεστε | αφήνεστε | |
γ' πληθ. | αφήνονται | αφήνονταν αφηνόντουσαν |
θα αφήνονται | να αφήνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφέθηκα | θα αφεθώ | να αφεθώ | αφεθεί | ||
β' ενικ. | αφέθηκες | θα αφεθείς | να αφεθείς | αφέσου | ||
γ' ενικ. | αφέθηκε | θα αφεθεί | να αφεθεί | |||
α' πληθ. | αφεθήκαμε | θα αφεθούμε | να αφεθούμε | |||
β' πληθ. | αφεθήκατε | θα αφεθείτε | να αφεθείτε | αφεθείτε | ||
γ' πληθ. | αφέθηκαν αφεθήκαν(ε) |
θα αφεθούν(ε) | να αφεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφεθεί | είχα αφεθεί | θα έχω αφεθεί | να έχω αφεθεί | αφημένος | |
β' ενικ. | έχεις αφεθεί | είχες αφεθεί | θα έχεις αφεθεί | να έχεις αφεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφεθεί | είχε αφεθεί | θα έχει αφεθεί | να έχει αφεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφεθεί | είχαμε αφεθεί | θα έχουμε αφεθεί | να έχουμε αφεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφεθεί | είχατε αφεθεί | θα έχετε αφεθεί | να έχετε αφεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφεθεί | είχαν αφεθεί | θα έχουν αφεθεί | να έχουν αφεθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφημένος - είμαστε, είστε, είναι αφημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφημένοι |