Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αφήνω

  Ρήμα επεξεργασία

αφήνομαι, πρτ.: αφηνόμουν, στ.μέλλ.: θα αφεθώ, αόρ.: αφέθηκα

  1. με αφήνουν
    ο κρατούμενος αφέθηκε ελεύθερος
  2. αφήνω τον εαυτό μου
    αφέθηκε να πέσει στο κενό
    • παύω να προβάλλω αντίσταση σε κάτι
      αφέθηκε στο ερωτικό πάθος

Κλίση επεξεργασία