let
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | let |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets |
αόριστος | let |
παθητική μετοχή | let |
ενεργητική μετοχή | letting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
let (en)
ενεστώτας | let |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets |
αόριστος | let |
παθητική μετοχή | let |
ενεργητική μετοχή | letting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
let (en)