παρατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρατώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παραιτοῦμαι[1]
Ρήμα
επεξεργασία
παρατώ, πρτ.: παρατούσα, στ.μέλλ.: θα παρατήσω, αόρ.: παράτησα, παθ.φωνή: παρατιέμαι, μτχ.π.π.: παρατημένος
- εγκαταλείπω (όλες οι σημασίες)
- σταματώ, παύω
- αφήνω κάποιον ήσυχο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τα παρατάω: εγκαταλείπω μια προσπάθεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ παρατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας