abandon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | abandon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abandons |
αόριστος | abandoned |
παθητική μετοχή | abandoned |
ενεργητική μετοχή | abandoning |
Ρήμα
επεξεργασίαabandon (en) (μεταβατικό)
- εγκαταλείπω, αφήνω κάποιον, ειδικά κάποιον για τον οποίο είμαι υπεύθυνος, χωρίς καμία πρόθεση να επιστρέψω
- εγκαταλείπω, αφήνω ένα πράγμα ή μέρος, ειδικά επειδή είναι αδύνατο ή επικίνδυνο να μείνω
- εγκαταλείπω, σταματώ να κάνω κάτι, ειδικά πριν τελειώσει· σταματώ να έχω κάτι
- ⮡ The search was abandoned.
- Η έρευνα εγκαταλείφθηκε.
- ⮡ The search was abandoned.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abandon | abandons |
Ετυμολογία
επεξεργασία- abandon < παλαιά γαλλική (mettre) à bandon ([θέτω] υπό την εξουσία κάποιου)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabandon (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- abandon - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- abandon - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online