ενεστώτας abandon
γ΄ ενικό ενεστώτα abandons
αόριστος abandoned
παθητική μετοχή abandoned
ενεργητική μετοχή abandoning

abandon (en) (μεταβατικό)

  1. εγκαταλείπω, αφήνω κάποιον, ειδικά κάποιον για τον οποίο είμαι υπεύθυνος, χωρίς καμία πρόθεση να επιστρέψω
  2. εγκαταλείπω, αφήνω ένα πράγμα ή μέρος, ειδικά επειδή είναι αδύνατο ή επικίνδυνο να μείνω
    ⮡  We are abandoning ship!
    Εγκαταλείπουμε το πλοίο!
    ⮡  Unknown individuals abandoned the stolen car in a deserted location.
    Άγνωστοι εγκατέλειψαν το κλεμμένο αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία.
     συνώνυμα:  leave
  3. εγκαταλείπω, σταματώ να κάνω κάτι, ειδικά πριν τελειώσει· σταματώ να έχω κάτι
    ⮡  The search was abandoned.
    Η έρευνα εγκαταλείφθηκε.



      ενικός         πληθυντικός  
abandon abandons

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abandon < παλαιά γαλλική (mettre) à bandon ([θέτω] υπό την εξουσία κάποιου)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bɑ̃.dɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abandon (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία