abandon
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | abandon |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | abandons |
αόριστος | abandoned |
παθητική μετοχή | abandoned |
ενεργητική μετοχή | abandoning |
ΡήμαΕπεξεργασία
abandon (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- abandon < αρχαία γαλλική (mettre) à bandon, (θέτω) υπό την εξουσία κάποιου
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abandon | abandons |
abandon (fr) αρσενικό