↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκατάλειψη οι εγκαταλείψεις
      γενική της εγκατάλειψης* των εγκαταλείψεων
    αιτιατική την εγκατάλειψη τις εγκαταλείψεις
     κλητική εγκατάλειψη εγκαταλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκατάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκατάλειψις (υπόλειμμα) (-σις > -ση) < ἐγκαταλείπω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eŋ.ɡaˈta.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκα‐τά‐λει‐ψη
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κα‐τά‐λει‐ψη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εγκατάλειψη θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαταλείπω
    η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά
    καταδικάστηκε σε φυλάκιση για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου
    αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λείπω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία