Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εγκαταλείψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκαταλείπω
  2. θα εγκαταλείψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκαταλείπω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εγκαταλείψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγκατάλειψη