υπόλειμμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπόλειμμα < αρχαία ελληνική ὑπόλειμμα < ὑπολείπω < λείπω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπόλειμμα ουδέτερο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- υπολειμματικός
- → δείτε τις λέξεις υπό και λείπω
υπόλειμμα ουδέτερο